Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρωπόφοβος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπόφοβος -η -ο [anθropófovos] Ε5 : που πάσχει από ανθρωποφοβία.

[λόγ. < γαλλ. anthropophobe < anthropophob(ie) = ανθρωποφοβ(ία) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go