Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρωποπίθηκος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωποπίθηκος ο [anθropopíθikos] Ο20α : (ζωολ.) ο ανθρωποειδής πίθηκος.

[λόγ. < νλατ. anthropopithecus < anthropo- = ανθρωπο- + αρχ. πίθηκος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποπίθηκος [anθropopíθikos] ο, (L)
  • pithecanthropus, ape-man (syn πιθηκάνθρωπος):
    • οι ανθρωποπίθηκοι κατασκεύασαν τα λίθινα εργαλεία της τριτογενούς περιόδου

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποπίθηκος, cpd w. πίθηκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go