Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπομάζωμα [anθropomázoma] το, s. ανθρωπομάζεμα
- :
- το ~ σώπασε μονομιάς (Panagiotop) |
- μέσα στο ετερόκλητο ~ της πρώτης αναθεωρητικής βουλής, το ανάστημα του Mαβίλη ορθώθηκε πελώριο (Melas) |
- εκεί ζούνε κάτι δυστυχισμένοι που τρώνε αραπόσταρα· ~ (Papantoniou) |
- τα πλατιά σύνορα φανερώνουν μονάχα μεγάλο ~ (IDragoumis) |
- poem .. και σήκωσε τη χέρα το ~ στην παγωνιά να στερνοχαιρετήσει (Kazantz Od 22.1410) |
- κι ~ πολύ | σ' υπόγειες στοές βουίζει (Michelis)
[cpd w. μάζωμα (: μαζώνω)]



