Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπομάζεμα [anθropomázema] το,
- gathering of people, crowd (syn in ανθρωπολόι):
- έβλεπες τα μπαστούνια σα μια σειρά πάσσαλοι μπηγμένοι μες στο ~ (Theotokas) |
- το ~ ετριγύρισε τη γυναίκα που έκλαιγε (EDafni) |
- το πολύχρωμο ~ πάνω σε τούτες τις αμουδιές στερεώνει την κατηγόρια (Bastias)
[cpd w. μάζεμα (: μαζεύω)]
- gathering of people, crowd (syn in ανθρωπολόι):



