Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρωπολογικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπολογικά [anθropoloyiká] adv
  • anthropologically (syn ανθρωπολογικώς):
    • ο λαός της Kρήτης δεν άλλαξε ~ |
    • ~ παρουσιάζουν τον ίδιο χαρακτήρα |
    • η προσπάθεια της σοφιστικής να θέσει ~ την αρχή του υποκειμένου ξαναδένει τη φιλοσοφία με την ωμή φύση (Theodorakop, adapted) |
    • ~ εξεταζόμενοι οι δύο λαοί έχουν φυλετική συγγένεια (Vacalop) |
    • οι Aιγύπτιοι επέδρασαν στην Kρήτη, αλλά μόνο πολιτιστικά, όχι ~ (Poulianos)

[der of ανθρωπολογικός; cf kath syn ανθρωπολογικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go