Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποκτόνος -α -ο [anθropoktónos] Ε4 : που προξενεί το θάνατο ανθρώπων. || (ως ουσ.) ο ανθρωποκτόνος, αυτός που έχει σκοτώσει άνθρωπο· φονιάς.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποκτόνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποκτόνος1 [anθropoktónos] ο, (L)
- murderer, manslayer, homicide (syn φονιάς):
- αν σκοτώσεις, γίνεσαι ~ |
- ο ναός παρείχε ασυλία σε όσους κατέφευγαν σ' αυτόν πλην των ανθρωποκτόνων (Dimitrieis)
[substantiv. m of ανθρωποκτόνος2]
- murderer, manslayer, homicide (syn φονιάς):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποκτόνος2, -ος (& -α), -ο [anθropoktónos] (& D ανθρωποχτόνος) (L)
- ① killing, murderous, homicidal (syn φονικός):
- απέκλεισε κάθε ανθρωποκτόνο διάθεση στο στρατό |
- η ανθρωποκτόνα δύναμη ορισμένων στοιχείων του επιστημονικοτεχνικού πολιτισμού της εποχής μας |
- εδώ μέσα είναι σπαρμένο το ανθρωποχτόνο μίσος με τη φόνισσα και χαλάστρα ορμή του (Chourmouziadis) |
- αν τυχόν αποδείχνονταν πως εκείνη αρμάτωσε το ανθρωποχτόνο χέρι του αδελφού, πολύ αμφιβάλλω αν θα μπορούσε να προτείνει την καταδίκη της εισαγγελέας ψυχολόγος, γνώστης των ανθρώπινων (Palam)
- ② mortal, deadly (syn θανατηφόρος, θανάσιμος):
- ~ επιδημία
[fr kath ← PatrG, K, AG ἀνθρωποκτόνος, der w. combin. form -κτόνος (cf μητροκτόνος, παιδοκτόνος etc)]
- ① killing, murderous, homicidal (syn φονικός):



