Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπαρέσκεια [anθroparéscia] η, (L)
- seeking after popularity or approbation, fawning:
- έλλειψη ανθρωπαρέσκειας |
- από ~ κάνουν εμβλήματα με χρώματα και με λουρίδες στα ταγαράκια τους (Papatsonis) |
- είναι ενδείξεις της ματαιότητας του στολισμού και της ανθρωπαρέσκειας (id.)
[fr K ἀνθρωπαρέσκεια, cpd of άνθρωπος & AG ἀρέσκεια; cf αὐταρέσκεια, φιλαρέσκεια etc]
- seeking after popularity or approbation, fawning:



