Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρωπαρέσκεια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπαρέσκεια [anθroparéscia] η, (L)
  • seeking after popularity or approbation, fawning:
    • έλλειψη ανθρωπαρέσκειας |
    • από ~ κάνουν εμβλήματα με χρώματα και με λουρίδες στα ταγαράκια τους (Papatsonis) |
    • είναι ενδείξεις της ματαιότητας του στολισμού και της ανθρωπαρέσκειας (id.)

[fr K ἀνθρωπαρέσκεια, cpd of άνθρωπος & AG ἀρέσκεια; cf αὐταρέσκεια, φιλαρέσκεια etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go