Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοκλάδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοκλάδι [anθoklá∂i] το, (D) & lit
  • flowering branch (syn ανθόκλαδο, ανθόκλαρο, ανθοκλωνάρι, ανθοκλώναρο, ανθοκλώνι, ανθόκλωνο):
    • είναι χαρά Θεού να βλέπεις να κρέμονται τ' ανθοκλάδια της ελιάς |
    • ήταν όλος ο πόθος της ζωής φυτεμένος στα βάθη τους κι άπλωνε τα φλογισμένα του ανθοκλάδια, τις γλώσσες της φλόγας του στο περίγυρο (Panagiotop) |
    • το απέθαντο λαϊκό πνεύμα κρατήθηκε ολοζώντανο μέσα στο αμάραντο ~ του κορμού της αιώνιας ελληνικής γλώσσας (Theodorakop) |
    • poem κόρη, είμαι τ' αφώλιαστο πουλί, | δε με σταματούν ανθοκλάδια (Palam) |
    • .. τα πυρά, τ' αχνόχρυσα, μαυρειδερά σημάδια | της κάμπιας που σερνότανε στα χαμηλά ανθοκλάδια (Sikel) |
    • κάπου μακριά το πρώιμο χελιδόνισμα, | σα διαμαντόπετρα σταλάζει απ' τ' ~ (TBarlas)

[cpd of άνθος & κλαρί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες