Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοδοχείο το [anθoδoxío] Ο39 : δοχείο στο οποίο τοποθετούνται διακοσμητικά λουλούδια· βάζο: Στο ~ υπήρχαν φρεσκοκομμένα, ευωδιαστά λουλούδια.
[λόγ. ανθο- + δοχείον μτφρδ. γαλλ. vase / pot à fleurs]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοδοχείο [anθo∂οCíο] το,
- flower pot, vase (syn in ανθογυάλι):
- το ~ τους είναι σχεδόν πάντα άδειο |
- ένας αγκαθωτός θάμνος με κόκκινες μπίλιες έφερε το καθιερωμένο ~ πάνω στης τραπεζαρίας τον μπουφέ (Gritsi-M) |
- τ' ανθοδοχεία χρησιμοποιήθηκαν πιο πρακτικά, επειδή τα περισσότερα μέλη του συλλόγου υπόφεραν από ακράτεια (Evelpidis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοδοχείον, cpd of άνθος & δοχείον]
- flower pot, vase (syn in ανθογυάλι):



