Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοδετική η [anθοδetiki] Ο29 : η τέχνη της τακτοποίησης φρέσκων ή αποξηραμένων λουλουδιών (και γενικότ. φυτικού υλικού) έτσι ώστε να παράγεται αισθητικό αποτέλεσμα: Iαπωνική ~, ικεμπάνα.
[λόγ. ανθο- + αρχ. -δέτ(ης) (θ. δε- του δέω `δένω΄ -της) -ική, θηλ. του -ικός, κατά το βιβλιοδετική]



