Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοδέτης [anθo∂étis] ο,
- bouquet maker:
- ξέρει να χρησιμοποιεί τους συνεργάτες του σαν σοφός ~ που γνωρίζει πώς να σκαρώσει το μπουκέτο του (Melas)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοδέτης, cpd of άνθος & combin. form -δέτης (: δένω); cf βιβλιοδέτης, γλωσσοδέτης etc]
- bouquet maker:



