Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθογραφία [anθoγrafía] η, (L)
- painting or paintings of flowers:
- έκθεση ανθογραφίας |
- σ' αυτό το μουσείο βρίσκει κανείς δείγματα ανθογραφίας και ζωογραφίας (Panagiotop) |
- το Mάιο θα εμφανισθεί η τρίτη ομάδα με σειρά έργων ανθογραφίας και θαλασσογραφίας (Mamakis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθογραφία, der of ανθογράφος]
- painting or paintings of flowers:



