Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθοβόλημα το [anθovólima] Ο49 : (λογοτ.) η άνθηση, το λουλούδισμα.
[λόγ. ανθοβολη- (ανθοβολώ) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοβόλημα [anθovólima] το, (L)
- ① = άνθιση 1:
- το λευκό ~ της ερημικής αμμουδιάς (Panagiotop) |
- poem μη μου αφαιρείτε τη χαρά από το χιονάτο ~ των ταπεινών αυτών θάμνων (Pavleas) |
- μ' ολόχρονο ~ σμιχτά στα χώματά σου | την παπαρούνα, τον πανσέ, τον κρίνο ολάκριβό μας (Michalaros)
- ② = άνθιση 2b:
- κατά τον H. το όνειρο έχει σβήσει με το σβήσιμο του κλασικού ανθοβολήματος (Papatsonis)
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοβόλημα, der of MG, K ἀνθοβολῶ; cf MG λιθο-, πετρο-, φωτοβόλημα etc]
- ① = άνθιση 1:



