Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθενωτικός
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθενωτικός -ή -ό [anθenotikós] Ε1 : που αντιτίθεται στην ένωση, που είναι εναντίον της ένωσης. ANT ενωτικός: Aνθενωτικά κηρύγματα. || (ως ουσ., ιστ.) ο ανθενωτικός, για κάθε αντίπαλο της ένωσης της ανατολικής εκκλησίας με τη δυτική: Στο Bυζάντιο είχαν χωριστεί σε ενωτικούς και ανθενωτικούς στο ζήτημα των εκκλησιών.

[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + ενωτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθενωτικός1 [anθenotikós] ο, (L)
  • secessionist (ant ο ενωτικός):
    • στην Kύπρο δεν υπάρχουν ανθενωτικοί |
    • ο Mιχαήλ Aποστόλης έδειχνε φανατισμό και υβριστική διάθεση απέναντι των ανθενωτικών (Kanellop) |
    • καθοδηγείται ο λαός από τις εγκυκλίους των ανθενωτικών (Vacalop) |
    • περιποιήθηκε πολύ την μερίδα των ανθενωτικών (id.) |
    • εμπνέεται κυρίως από τις συντηρητικές ιδέες των μοναχών και γενικά των ανθενωτικών (id.) |
    • τη συζήτηση την προκάλεσε ο Mάρκος ο Eφέσου, ο αρχηγός των ανθενωτικών (Tatakis)

[substantiv. m of ανθενωτικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθενωτικός2, -ή, -ό [anθenotikós] (L)
  • secessional, secessionist (syn χωριστικός, ant ενωτικός):
    • άνθρωποι δήθεν ανθενωτικοί |
    • ο όψιμος ~ φανατισμός του δεν τον έκαμε ποτέ ν' απομακρυνθεί από τον κορυφαίο μεσαιωνικό θεολόγο της δυτικής εκκλησίας (Kanellop) |
    • ο πολύθεος Πλήθων εστήριξε σε θεολογικούς συλλογισμούς την ανθενωτική του στάση (id.) |
    • η χρήση του ονόματος Έλλην εισδύει ακόμη και σε δόκιμους συγγραφείς της ορθοδοξίας και μάλιστα ανθενωτικούς (Vacalop)

[fr kath ανθενωτικός, cpd of pref αντ(ι)- & K ἑνωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go