Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθίζομαι [anθízome] Ρ2.1β : (λαϊκ.) υποπτεύομαι, καταλαβαίνω· μυρίζομαι: Tα παραμύθια σου τ΄ ανθίστηκα πια τώρα, κατάλαβα τα ψέματά σου.
[άνθ(ος) -ίζομαι κατά το μυρίζομαι]



