Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανημέρωτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανημέρωτος, επίθ.
– Πβ. και αμέρωτος.
  • (Προκ. για ζώα και ανθρώπους) άγριος, ατίθασος:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [884]).

[αρχ. επίθ. ανημέρωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανημέρωτος1, -η, -ο [animérotos] (D) & poet = ανημέρευτος
  • 1a:
    • poem κι αυτός, πώς λιόντας ~ χυμίζει σε γελάδες .. (Homer Il 15.630 Kaz-Kakr) |
    • μηδέ κι ο κάπρος ο ~, που απ' όλους πιο μανιάζει | στα στήθια του η καρδιά (ib 17.21)
  • ⓐ = ανημέρευτος 1b:
    • poem μα τώρα του Πηλέα το γρήγορο το γιο φριχτά τρομάζω· | τι είναι η καρδιά εκεινού ανημέρωτη (Homer Il 18.262 Kaz-Kakr) |
    • κι ο αφέντης τους, σε πόνους | μέσα ανημέρωτους, ψαχούλευε των κριαριών τις πλάτες (Homer Od 9.441 Kaz-Kakr) |
    • τι τρομερό τα πάθη τ' ανημέρωτα | ο χρόνος να περνάει να τα μερώνει! (Zevgoli) [fr MG ανημέρωτος ← AG, cpd of pref àν- & *(tm)μερωτός ( |
    • (tm)μερ΅

[-όω]; cf ModG ημερώνω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανημέρωτος2 s. ανενημέρωτος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες