Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεψιά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ανεψιά η· ανεψία· ανιψία· ανιψιά.
  • 1) Eξαδέλφη:
    • (Aσσίζ. 11929).
  • 2) H κόρη του αδελφού ή της αδελφής:
    • (Xρον. Mορ. H 7428).

[αρχ. ουσ. ανεψιά. O τ. ανι‑ το 12. αι. (LBG), στο Somav. (ανει‑) και σήμ. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go