Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεφάρμοστο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεφάρμοστο [anefármosto] το, (L)
  • inapplicability, impracticality:
    • το ~ της πρότασης, του σχεδίου

[fr kath το ανεφάρμοστον, substantiv. n of ανεφάρμοστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεφάρμοστος -η -ο [anefármostos] Ε5 : που δεν έχει εφαρμοστεί ή που δεν μπορεί να εφαρμοστεί: ~ νόμος / κανόνας. H θεωρία αυτή είναι ανεφάρμοστη. Tα μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής αποδείχτηκαν ανεφάρμοστα.

[λόγ. αν- (δες α- 1) εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -τος μτφρδ. γαλλ. inapplicable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεφάρμοστος, -η, -ο [anefármostos] (L)
  • inapplicable, unworkable, impractical (ant L εφαρμόσιμος):
    • ~ νόμος |
    • ανεφάρμοστη διαταγή, θεωρία, λύση |
    • ανεφάρμοστες αγορανομικές διατάξεις |
    • ανεφάρμοστο σύστημα |
    • το παράδειγμα αυτό είναι ανεφάρμοστο στην προκειμένη περίπτωση |
    • η σχολική μεταρρύθμιση βρήκε μεγάλες δυσκολίες κ' έμεινε σε μεγάλο ποσοστό ανεφάρμοστη (Dimaras) |
    • δεν μετεωρίζεται μέσα σε αχνές ιδέες αλλοδαπές και ανεφάρμοστες στη χώρα του (Athanasiadis-N) |
    • συμβαίνει το θεωρητικά σωστό να είναι συχνά ανεφάρμοστο (Thrylos) |
    • μια τέτοια πολιτική θα θεωρηθεί από πολλούς ανεφάρμοστη (Angelop) |
    • το κύρος ενός επιστημονικού νόμου καθίσταται συχνά αμφίβολο και ανεφάρμοστο, όταν επεκταθεί πέρα από τα σταθερά και συγκεκριμένα όριά του (Dizikirikis) |
    • η συμβουλή αυτή και άχρηστη και ανεφάρμοστη θα είναι σε μια αυριανή αληθινά πολιτισμένη κοινωνία (Katsigra)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες