Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανευλάβεια η [anevlávia] Ο27 : η ιδιότητα του ανευλαβούς, η έλλειψη ευλάβειας· ασέβεια: ~ προς το Θεό / τους γονείς.
[λόγ. < ελνστ. ἀνευλάβεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευλάβεια [anevlávia] η, (L)
- disrespect, impiety, irreverence (near-syn ασέβεια, ant ευλάβεια, ευσέβεια):
- οι αρχαϊκές εκφράσεις για τα έργα τέχνης δεν περιέχουν ~ μπροστά στο Θεό (Karouzos) |
- φανταζότανε πως είχε κάμει μια πράξη απαίσια, μια ~ που τον μείωνε (Theotokas) |
- ο Λούθηρος κατηγορεί την ~ των λαών της ιταλικής χερσονήσου (Panagiotop) |
- η φωνή του υψώθηκε και μεταχειρίστηκε λέξεις σαν ~ή λογοκλοπή (AVlachos) |
- κατηγορεί τη διακόσμηση του Παναθηναϊκού πέπλου, όπου διακρίνει ~ στο θέμα της γιγαντομαχίας (Andronikos) |
- είναι ~ μπροστά στο πνεύμα να μεταβάλλουμε το Λόγο σε λόγια και την τέχνη σε τέχνασμα (AEvangelou) |
- poem δε θα 'ταν πιο καλό να λείπει | τέτοια ~; (Malakasis)
[fr PatrG ἀνευλάβεια, der of ἀνευλαβής; cf εὐλάβεια fr εὐλαβής]
- disrespect, impiety, irreverence (near-syn ασέβεια, ant ευλάβεια, ευσέβεια):



