Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανετοιμότητα [anetimótita] η, (L)
- unreadiness, unpreparedness (syn το ανέτοιμο, ant ετοιμότητα):
- αιτία της αποτυχίας του ήταν η ανετοιμότητά του |
- η ~ του αντιπάλου τού χάρισε τη νίκη |
- το χάσμα μεταξύ της λυρικής του φωνής και της ανετοιμότητας του λαού να τη δεχτεί έχει ματαιώσει την πνευματική του επιρροή (Chourmouzios)
[fr kath (neol]
- unreadiness, unpreparedness (syn το ανέτοιμο, ant ετοιμότητα):



