Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανερμήνευτο [anermínefto] το, (L)
- uninterpreted, unexplainable or untranslatable matter, the inexplicable or untranslatable:
- προσπαθώ να ερμηνεύσω τ' ανερμήνευτα |
- συλλαμβάνουμε μηνύματα μέσ' απ' τα σπλάχνα του ακατανόητου και του ανερμήνευτου (Panagiotop) |
- ο φιλοσοφικός μύθος έρχεται να ερμηνεύσει το ~ (Theodorakop) |
- poem λίγο πριν να κυλήσω | στα νερά και τα ρεύματα | του ανερμήνευτου και του άρρητου (Kesmeti)
[fr kath το ανερμήνευτον, substantiv. n of ανερμήνευτος]
- uninterpreted, unexplainable or untranslatable matter, the inexplicable or untranslatable:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανερμήνευτος -η -ο [anermíneftos] Ε5 : που δεν έχει ερμηνευτεί ή που δεν μπορούν να τον ερμηνεύσουν: Aνερμήνευτο χωρίο ενός κλασικού συγγραφέα. Aνερμήνευτη επιγραφή. Aνερμήνευτη στάση / συμπεριφορά. || Aνερμήνευτη ρήτρα του Συντάγματος, που δεν υπομνηματίστηκε, δεν ερμηνεύτηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀνερμήνευτος `ανεξήγητος΄, αρχ. σημ.: `ακατανόητος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανερμήνευτος, -η, -ο [anermíneftos] (L)
- ① untranslatable, uninterpretable, inexplicable (ant L ερμηνευτός):
- ένοιωσα την απερίγραπτη και ανερμήνευτη γοητεία της Aφρικής (Panagiotop) |
- την δένει μαζί του μια έλξη ανερμήνευτη και μυστική (id.) |
- μέσα στην ελληνική φιλοσοφία υπάρχει κάτι λογικά ανερμήνευτο (Theodorakop) |
- είναι ακατάληπτος ο Kύριος, ~ και Παντοδύναμος (Petsalis) |
- η έκθεση των πλατωνικών θέσεων για τις εικαστικές τέχνες μπορεί να παρουσιαστεί σαν ανερμήνευτη και ασυγχώρητη αντίφαση (Andronikos) |
- poem ακούσαμε το ανερμήνευτο βαθύ της πλάσης άχτι (Skipis)
- ② untranslated, uninterpreted, unexplained (ant L ερμηνευμένος):
- ~ τύπος form not explained |
- ανερμήνευτη επιγραφή |
- ανερμήνευτη λέξη, παράσταση |
- ανερμήνευτο κείμενο untranslated text |
- δίχως την κίνηση της αρχής ο κόσμος θα έμενε ~ (Theodorakop) |
- ο Kαντ άφησε ανερμήνευτα τα αναλυτικά στοιχεία της νόησης (Georgoulis) |
- ο συγγραφέας παρουσιάζει τα πράγματα ανερμήνευτα, ασχολίαστα, αναλλοίωτα (Karantonis) |
- poem φύγανε | και στα μάτια μας μέσα των βυθών ~ έμεινε ο αστερίας (Elytis)
[der of AG ἀνερμήνευτος, cpd of pref ἀν- & *ἑρμηνευτός (: ἑρμηνεύω); cf other cpds αὐθερμήνευτος, δυσερμήνευτος, εὐερμήνευτος]
- ① untranslatable, uninterpretable, inexplicable (ant L ερμηνευτός):



