Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανερμάτιστα [anermátista] adv (L)
- unsteadily, waveringly, w. hesitation (syn άστατα,:
- δεν μπορούμε πια να στριφογυρίζουμε ~ γύρω σ' αυτό το θρησκευτικό θέμα (Theotokas) |
- το τσούρμο ακολούθησε καλπάζοντας ξοπίσω του ~ (KValetas) |
- κινείται τυχαία και ~ (Tsatsos)
[der of ανερμάτιστος]
- unsteadily, waveringly, w. hesitation (syn άστατα,:



