Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανερευνώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανερευνώ [anerevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : (λόγ.) ερευνώ με προσοχή και επιμέλεια, ψάχνω προσεκτικά.

[λόγ. < αρχ. ἀνερευνῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ανερευνώ.
  • 1) Ψάχνω να βρω, αναζητώ κάπ.:
    • (Διγ. Z 405).
  • 2) Zητώ, επιζητώ, απαιτώ:
    • (Δούκ. 29121).

[αρχ. ανερευνάω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερευνώ [anerevnó] ipf ανερευνούσα, aor ανερεύνησα (subj ανερευνήσω), ppp ανερευνημένος (L)
  • inquire into, go through, examine, explore, investigate (syn διερευνώ,:
    • η γνωσιολογία ανερευνά τη διαδικασία της γνώσης |
    • η ομιλία ανερευνούσε το θέμα της εξομολογητικής λογοτεχνίας (Panagiotop) |
    • ο ελληνικός στοχασμός δεν υποτασσόταν σε στοιχεία, που δεν τα είχε απομόνος του ανερευνήσει (id.) |
    • ο Γρηγόριος προσπαθεί να ανερευνήσει τις βουλές της θείας πρόνοιας (Tatakis)

[fr AG ἀνερευνῶ (-άω), cpd of pref ἀν(α)- & MG ← AG ἐρευνῶ (-άω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go