Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπιτήρητος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιτήρητος, -η, -ο [anepitíritos] (L)
  • unwatched, unobserved (ant L επιτηρούμενος):
    • ~ φάρος |
    • ανεπιτήρητα αμπέλια, κτήματα |
    • έχει τα παιδιά του ανεπιτήρητα |
    • πολλές διαβάσεις των συνόρων έχουν αφεθεί ανεπιτήρητες |
    • ένα ιταλικό τμήμα κατάφερε να σκαρφαλώσει ανεπιτήρητο από γκρεμό (Terzakis) |
    • από τότε το γραφείο μένει ανεπιτήρητο (TAthanasiadis) |
    • τα πιο απόμερα κι ανεπιτήρητα σημεία είχαν γίνει περατζάδα (Zappas)

[fr kath (neol) ανεπιτήρητος, cpd of pref αν- & *επιτηρητός (: επιτηρώ); cf K ἐπιτηρητ-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες