Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιτήδευτα [anepití∂efta] adv (L)
- artlessly, unaffectedly, naturally (syn L απροσποίητα, ant L επιτηδευμένα):
- μιλά απλά, ~ |
- το αληθινό πνεύμα της δημιουργίας έφερε αυτόματα και ~ σε μια βαθύτερη επαφή τους δύο (Kanellop) |
- στο μυθιστόρημα περιγράφεται γλυκά, απέριττα και ~ ο πόνος (Sachinis) |
- οι σάτιρές του σκοπεύουν ίσια και ~ στο στόχο τους (Dimaras) |
- ο Oρλάνδος στα έργα του φανερώνεται ψυχή ποιητική, συγκινημένη και ευαίσθητη, που εκφράζει τον εαυτό της ~ (Kontoglou)
[der of ανεπιτήδευτος; cf kath ανεπιτηδεύτως]
- artlessly, unaffectedly, naturally (syn L απροσποίητα, ant L επιτηδευμένα):



