Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπιθύμητο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιθύμητο [anepiθímito] το, (L)
  • undesirability (ant L επιθυμητό):
    • αν άνθρωποι αρνούνται την κοινωνία και φεύγουν στην έρημο, αν γίνεται το παράδοξο τούτο και το ~, ο φταίχτης είναι η δύναμη που έχουν τα εξαιρετικά ηθικά φαινόμενα (Papantoniou) |
    • poem μην η μανία να 'μαστε ολοφώτεινοι | πολύ μας δείχνει μέσα μας, πολύ μας φανερώνει | το ~ που υπάρχει εντός μας σκοτεινό; (Athanasoulis)

[substantiv. n of ανεπιθύμητος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπιθύμητος -η -ο [anepiθímitos] Ε5 : που προκαλεί δυσαρέσκεια: Aνεπιθύμητες επισκέψεις. Aνεπιθύμητη συνάντηση. || (ειδικότ., για αλλοδαπό) που η παραμονή του σε μια χώρα δεν είναι ανεκτή: H κυβέρνηση απέλασε τον ανεπιθύμητο πρόξενο. || Aνεπιθύμητες παρενέργειες, για φάρμακο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιθύμητος `που δεν επιθυμεί΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιθύμητος1 [anepiθímitos] ο, (L)
  • undesirable person (ant o επιθυμητός):
    • οι Pωμαίοι είχαν τη Mολδοβλαχία για τόπον εξορίας των ανεπιθυμήτων (Papatsonis) |
    • η μοναξιά σε φέρνει σε σημείο να περιμένεις τον ανεπιθύμητο (Moatsou-V) |
    • στην παρέλαση των ανεπιθύμητων είναι φανερός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους παράσιτους και τους φαύλους (FKakridis) |
    • poem φρόντιζε ν' απομακρύνεις τους ανεπιθύμητους, | χωρίς να τους εξολοθρεύεις (Tryfonas)

[substantiv. m of ανεπιθύμητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιθύμητος2, -η, -ο [anepiθímitos] (L)
  • undesirable, unwanted, objectionable (ant L επιθυμητός):
    • ~ γάμος |
    • ~ επισκέπτης, ερχομός, ξένος, συμπολίτης, σύντροφος |
    • ~ χειμώνας |
    • ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη |
    • ανεπιθύμητη δουλειά |
    • ανεπιθύμητη εμφάνιση, επίσκεψη, ενέργεια, επίπτωση, κατάσταση, παρουσία, συμβίωση, συντροφιά |
    • ανεπιθύμητη σκέψη, συμβουλή |
    • ανεπιθύμητο γράμμα |
    • ανεπιθύμητο πρόσωπο undesirable person, persona non grata |
    • η εφιαλτική επταετία ακόμα και σαν ανάμνηση είναι κάτι ανεπιθύμητο |
    • είχε κουραστεί απ' την προσπάθεια μιας ανεπιθύμητης ζωής (Karagatsis) |
    • ο Πλάτων είχε θεωρήσει ανεπιθύμητη στην πολιτεία του την ευχαρίστηση που δοκιμάζει ο άνθρωπος από τα τρομερά και οδυνηρά θεάματα (Papanoutsos) |
    • εγώ ήμουν το ξένο σώμα, ο άνθρωπος της πολιτείας, ένας αλεξιπτωτιστής και επιθυμητός και ~ (Panagiotop) |
    • οι οργίλοι είναι δυσάρεστοι και ανεπιθύμητοι σαν τον κεραυνό γιατί εκπροσωπούνε τη θύελλα (Vrettakos) |
    • όλοι θα καταντούσαμε μια μέρα γέροι κι ανεπιθύμητοι όπως εκείνοι (Tachtsis) |
    • οι διορισμένοι Tούρκοι διαχειριστές των βακουφίων στη Δυτική Θράκη είναι ανεπιθύμητοι στους Tούρκους (Palaiologos) |
    • poem να καταντάω ~, μόλις ανεκτός | γι' άλλους επικίνδυνους .. (Patrikios) |
    • ποιος είναι άξιος να μας απαλλάξει | από τούτο τον ανεπιθύμητο εναγκαλισμό; (Athanasoulis)

[fr kath ανεπιθύμητος ← K ἀνεπιθύμητος, cpd of pref ἀν- & AG ἐπιθυμητός (: ἐπιθυμῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες