Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπαρκώς [aneparkós] adv (L)
- inadequately, insufficiently (syn L ελλιπώς, ant L επαρκώς):
- ακόμη κι ο Kάλβος και ο Σολωμός μάς είναι ~ γνωστοί (Dimaras) |
- η άφθονη ανθρώπινη εργασία παραμένει σήμερα αχρησιμοποίητη ή χρησιμοποιείται ~ (Angelop) |
- η σκέψη αυτή έμεινε ~ φωτισμένη (Chourmouzios) |
- όλα αυτά θέτονται και οικοδομούνται, ~ όμως, στους περί τον επαΐοντα συλλογισμούς (Platis)
[fr kath (neol]
- inadequately, insufficiently (syn L ελλιπώς, ant L επαρκώς):



