Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεπαρκώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπαρκώς [aneparkós] adv (L)
  • inadequately, insufficiently (syn L ελλιπώς, ant L επαρκώς):
    • ακόμη κι ο Kάλβος και ο Σολωμός μάς είναι ~ γνωστοί (Dimaras) |
    • η άφθονη ανθρώπινη εργασία παραμένει σήμερα αχρησιμοποίητη ή χρησιμοποιείται ~ (Angelop) |
    • η σκέψη αυτή έμεινε ~ φωτισμένη (Chourmouzios) |
    • όλα αυτά θέτονται και οικοδομούνται, ~ όμως, στους περί τον επαΐοντα συλλογισμούς (Platis)

[fr kath (neol]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go