Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπανάληπτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπανάληπτα [anepanálipta] adv (L)
  • in an unduplicated manner, uniquely (syn μοναδικά):
    • κάτι έχει οριστικά και ~ μεταβληθεί μέσα στον ψυχικό μας κόσμο (Papanoutsos) |
    • εκείνος που εξέφρασε τους καινούργιους θεούς (στην Iταλία) πιο πιστά, ~, είναι ο Nτ' Aννούντσιο (Chatzinis)

[der of ανεπανάληπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες