Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπανάληπτα [anepanálipta] adv (L)
- in an unduplicated manner, uniquely (syn μοναδικά):
- κάτι έχει οριστικά και ~ μεταβληθεί μέσα στον ψυχικό μας κόσμο (Papanoutsos) |
- εκείνος που εξέφρασε τους καινούργιους θεούς (στην Iταλία) πιο πιστά, ~, είναι ο Nτ' Aννούντσιο (Chatzinis)
[der of ανεπανάληπτος]
- in an unduplicated manner, uniquely (syn μοναδικά):



