Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίκαιρο [anepícero] το, (L)
- untimeliness (syn L ανεπικαιρότητα, ant L το επικαιρικό):
- παίρνει από τον τόπο του όχι μονάχα το επικαιρικό, αλλά και το ~, το αιώνια ανθρώπινο, που ασφαλίζει τη διάρκεια (Panagiotop) |
- γράφω τούτο το άρθρο για τους νέους και ξέρω πως το ~ δεν τους είναι δυσάρεστο (Theotokas) |
- η ποίηση προϋποθέτει λίγο ή πολύ το άσκοπο, το μη ωφέλιμο, το ~, το αιώνιο (Kanellop)
[substantiv. n of ανεπίκαιρος]
- untimeliness (syn L ανεπικαιρότητα, ant L το επικαιρικό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπίκαιρος -η -ο [anepíkeros] Ε5 : που γίνεται ή παρουσιάζεται πριν ή μετά την κατάλληλη στιγμή· άκαιρος. ANT επίκαιρος: Aνεπίκαιρη παρέμβαση / ενέργεια. Aνεπίκαιρο θέμα.
[λόγ. αν- (δες α- 1) επίκαιρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπίκαιρος, -η, -ο [anepíceros] (L)
- untimely, unseasonable, unfitting (ant L επικαιρικός, επίκαιρος):
- ανεπίκαιρη συζήτηση |
- ανεπίκαιρο θέμα, στοιχείο |
- η εποχή που διάλεξαν για την απεργία είναι ανεπίκαιρη |
- ανεπίκαιρες και ασύγχρονες περιγραφές (Papatsonis) |
- θα τους ενδιαφέρει περισσότερο για το ανεπίκαιρο παρά για το επικαιρικό στοιχείο (Panagiotop) |
- τα γεγονότα που μας διηγείται ο Kαβάφης είναι εξίσου επίκαιρα και ανεπίκαιρα στα μάτια του (Theotokas) |
- ο T. δεν παρεμβάλλει στην αφήγησή του θεωρητικές διατριβές ή ανεπίκαιρους στοχασμούς (Kanellop) |
- ο K. παρουσιάζεται και από μιαν άλλην άποψη ~ μέσα στην εποχή του (Dimaras) |
- ο ποιητής μπορεί να είναι επίκαιρος και ~, μπορεί να αντλεί από το σήμερα όπως μπορεί να αντλεί και από το χτες (Chourmouzios) |
- κουβεντολογούν για όλα τα ζητήματα, επίκαιρα κι ανεπίκαιρα (Ouranis, adapted) |
- τι ενδιαφέρον μπορεί να γεννήσει μια σάτιρα ανεπίκαιρη, που αναφέρεται είτε σε καιρούς περασμένους είτε σε καταστάσεις ανύπαρχτες; (Kakridis) |
- τα γεγονότα που μεσολάβησαν στο μεταξύ καθιστούν τη συνέχιση ενός τέτοιου ερωτήματος άστοχη πια και ανεπίκαιρη (Maronitis)
[fr kath (neol), cpd of pref ἀν- & K ἐπίκαιρος]
- untimely, unseasonable, unfitting (ant L επικαιρικός, επίκαιρος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεπικαιρότητα η [anepikerótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανεπίκαιρου.
[λόγ. ανεπίκαιρ(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπικαιρότητα [anepicerótita] η, (L)
- untimeliness (syn L το ανεπίκαιρο, ant L το επικαιρικό):
- καμιά σχέση δεν υπάρχει μεταξύ της επικαιρότητας και της οδυνηρής ανεπικαιρότητας του ποιητή (Athanasiadis-N) |
- απ' την ~ ως την απαξία υπάρχει χάος (id.)
[fr kath (neol) ανεπικαιρότης, der of ανεπίκαιρος w. suff -της]
- untimeliness (syn L το ανεπίκαιρο, ant L το επικαιρικό):



