Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεπίβλεπτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπίβλεπτος -η -ο [anepívleptos] Ε5 : που δεν τον επιβλέπει, δεν τον επιτηρεί ή δεν τον εποπτεύει κάποιος αρμόδιος· ανεπιτήρητος: Aνεπίβλεπτο έργο. Aνεπίβλεπτη εργασία. Aνεπίβλεπτα σύνορα / παράλια, αφρούρητα. ανεπίβλεπτα ΕΠIΡΡ χωρίς επίβλεψη.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επιβλεπ- (επιβλέπω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπίβλεπτος, -η, -ο [anepívleptos] (L)
  • unwatched, unsupervised:
    • ανεπίβλεπτη περιοχή |
    • ανεπίβλεπτο ίδρυμα |
    • τα παράλιά μας είναι ανεπίβλεπτα |
    • η Διονυσία, χαρούμενη, ελεύθερη και ανεπίβλεπτη, πολλές φορές είχε ανταποκριθεί στα αισθήματα που γεννούσε η δροσερή ομορφιά της (Xenop)

[fr kath (neol]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go