Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπάρκεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπάρκεια η [anepárkia] Ο27 : η έλλειψη επάρκειας, αναγκαίας ποσότητας, ποιότητας, δύναμης, ικανότητας κτλ.: ~ τροφίμων. ~ σε μηχανικό εξοπλισμό / σε προσωπικό. H ~ της ηγεσίας / του δασκάλου. H ~ μιας υπηρεσίας να ανταποκριθεί στους σκοπούς της. Πνευματική / επιστημονική ~. || (ιατρ.) κακή ή ελλιπής λειτουργία οργάνου του σώματος: Kαρδιακή / νεφρική ~.

[λόγ. ανεπαρκ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. insuffisance]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπάρκεια [anepárcia] η, gen sg ανεπάρκειας & ανεπαρκείας
  • ① inadequacy, deficiency, insufficiency, shortage, shortfall, failure (near-syn έλλειψη, ant L επάρκεια):
    • ~ οπλισμού, τροφίμων, της συγκομιδής, υλικού, χρημάτων |
    • ~ δασκάλων shortage of teachers |
    • επιστημονική, πνευματική ~ |
    • γλωσσική, εκφραστική ~ |
    • διοικητική, υπηρεσιακή ~ |
    • ~ προσωπικού |
    • περιπτώσεις ανεπάρκειας των αερογραμμών |
    • η ~ της ερμηνείας, της θεωρίας the inadequacy of the interpretation, theory |
    • η ~ του κεφαλαιοκρατικού συστήματος |
    • η ~ της ηγεσίας, των πολιτικών |
    • η ~ της μυθιστοριογραφίας |
    • αιτία του πνευματικού υποσιτισμού των μαθητών δεν είναι μόνο η ποσοτική και ποιοτική ~ των φιλολόγων (Papanoutsos) |
    • η καθαρεύουσα δεν μπορεί να κρύψει την ανεπάρκειά της (Charis) |
    • κατηγορούν πολλοί λογοτέχνες την κριτική για ~ (Thrylos) |
    • δεν πρέπει να θεωρήσουμε τον ιστορισμό του Kαβάφη μανδύα ψυχολογικής ανεπάρκειας (Maronitis, adapted) |
    • η ~ του ανθρώπου δεν διακρίνει πότε έφτασε στα ακρινά σύνορα (NKarouzos) |
    • η προσπάθεια ισοζυγίσματος απέτυχε από καθαρά προσωπική μου ~ (NAnagnostaki) |
    • poem φοβόμαστε λοιπόν να πάρουμε ό,τι θέλουμε, | μην αποδείξουμε στον εαυτό μας την ανεπάρκειά του; (Ritsos)
  • ② med deficiency, insufficiency:
    • σεξουαλική, γενετήσια ~ impotency |
    • καρδιακή ~ or ~ της καρδιάς heart insufficiency or failure |
    • ηπατική ~ liver insufficiency |
    • ~ των στεφανιαίων αρτηριών coronary insufficiency |
    • έχει γίνει λόγος για μια φυσιολογική του ~ (Chatzinis) |
    • υποφέρει μ' αξιοπρέπεια τ' αθριτικά, την ~ και την ποδάγρα (TAthanasiadis)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες