Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξικακία η [aneksikakía] Ο25 : η ιδιότητα του ανεξίκακου· αμνησικακία. ANT μνησικακία: H ~ είναι αναμφισβήτητα αρετή των δυνατών.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεξικακία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεξικακία η.
-
- Διάθεση συγγνώμης, μακροθυμία, αμνησικακία:
- (Διήγ. παιδ. 280).
[μτγν. ουσ. ανεξικακία. H λ. και σήμ.]
- Διάθεση συγγνώμης, μακροθυμία, αμνησικακία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξικακία [aneksikacía] η, (L)
- forgiveness, forbearance, meekness (syn αμνησικακία,:
- οι αδυναμίες υπερκαλύπτονται με την ηθική, την ευφυΐα, την ~, την χωρίς έπαρση αξιοπρέπεια (Palaiologos) |
- ο πραγματικά ανθρώπινος πολιτισμός στηριγμένος στην ελευθερία, στη δικαιοσύνη, στην ~ είναι υπόθεση του πολύ μακρινού μέλλοντος (Panagiotop)
[fr MG ← K ἀνεξικακία, der of K ἀνεξίκακος w. suff -ία]
- forgiveness, forbearance, meekness (syn αμνησικακία,:



