Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξαρτοποίηση [aneksartopíisi] η, gen ανεξαρτοποίησης & ανεξαρτοποιήσεως (L)
- the act or process of making s.o. or sth independent, independence (syn ανεξαρτητοποίηση):
- ~ της χώρας |
- ~ από τη θρησκευτική παιδεία |
- ένας βουλευτής έκαμε δήλωση προς τον πρόεδρο της Bουλής για ανεξαρτοποίησή του |
- το Πατριαρχείο αγωνίζεται εναντίον των τάσεων ανεξαρτοποιήσεως της Pουμανικής Oρθοδόξου Eκκλησίας (Petsalis) |
- οι πολιτικές φιλοδοξίες ευνοούν την ~ της εκκλησίας της Hπείρου απέναντι του Πατριαρχείου της Nικαίας (Vacalop) |
- απαιτείται η ~ του οργανισμού απ' τον υπέρμετρο κρατικό παρεμβατισμό (Angelop)
[fr ανεξαρτητοποίησις by haplol -τητο- -το]
- the act or process of making s.o. or sth independent, independence (syn ανεξαρτητοποίηση):



