Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξέταστα [aneksétasta] adv (L)
- without examination:
- αποδεχτήκαμε ορισμένες απόψεις ~ |
- τέτοια θέσφατα, με όλη την πλατιά των διάδοση, δεν είναι για να γίνονται ~ δεκτά (Palam) |
- οι Bαβαροί υπάλληλοι των υπουργείων μετακόμισαν ~ σ' εμάς ό,τι εύρισκαν πρόχειρο στη γαλλική και στη βαβαρική νομοθεσία (Papantoniou) |
- ο καθένας υποστήριζε τον τόπο του ~ (Petsalis) |
- έχουν τόση ανάγκη από το θαύμα, ώστε θα το δεχθούν ~ (Varikas)
[der of ανεξέταστος; cf kath ανεξετάστως ← K, PatrG ἀνεξετάστως]
- without examination:



