Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεξέταστα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξέταστα [aneksétasta] adv (L)
  • without examination:
    • αποδεχτήκαμε ορισμένες απόψεις ~ |
    • τέτοια θέσφατα, με όλη την πλατιά των διάδοση, δεν είναι για να γίνονται ~ δεκτά (Palam) |
    • οι Bαβαροί υπάλληλοι των υπουργείων μετακόμισαν ~ σ' εμάς ό,τι εύρισκαν πρόχειρο στη γαλλική και στη βαβαρική νομοθεσία (Papantoniou) |
    • ο καθένας υποστήριζε τον τόπο του ~ (Petsalis) |
    • έχουν τόση ανάγκη από το θαύμα, ώστε θα το δεχθούν ~ (Varikas)

[der of ανεξέταστος; cf kath ανεξετάστως ← K, PatrG ἀνεξετάστως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go