Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανενόχλητος -η -ο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανενόχλητος, επίθ.· ανηνόχλητος.
– Πβ. ανόχλητος.
  • 1) Που δεν τον ενοχλεί κανείς:
    • (Aσσίζ. 20810).
  • 2) Aμέριμνος:
    • απήγαιναν οι τρεις καλοί αδελφοί ανενόχλητοι (Σταφ., Iατροσ. 252).
  • 3) Που δεν ενοχλεί κάπ., ήσυχος:
    • ανηνόχλητον τρυγόνιν (Πουλολ. 466 κριτ. υπ).

[μτγν. επίθ. ανενόχλητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανενόχλητος -η -ο [anenóxlitos] Ε5 : που κανείς δεν τον ενόχλησε, δεν τον εμπόδισε· ανεμπόδιστος: Ο εχθρός πέρασε ~ τα στενά. Tην άφησε ανενόχλητη να κάνει ό,τι θέλει. ανενόχλητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνενόχλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανενόχλητος, -η, -ο [anenóxlitos] (L)
  • undisturbed, untroubled (near-syn ανεμπόδιστος, ελεύθερος):
    • περπατώ ~ στους δρόμους |
    • ο στρατός πέρασε ~ |
    • η αεροπορία αλώνιζε ανενόχλητη |
    • τα παιδιά παίζουν ανενόχλητα μέσα στα σοκάκια |
    • μένω περισσότερο ~ μέσα στο κελλί (Palam) |
    • το ταξίδι τους στάθηκε όσο μπορούσε πιο ανενόχλητο κι ωραίο (Xenop) |
    • οι καινούργιοι αφέντες αφιερώθηκαν ανενόχλητοι στην καλλιέργεια της γης (Kazantz) |
    • ήθελε να εξακολουθήσει ~ το ζητιανικό του έργο (Karkavitsas) |
    • οι Tούρκοι ανενόχλητοι αποβίβασαν χιλιάδες άνδρες (Vacalop) |
    • η φύση αφήνεται ανενόχλητη να δείξει τη φαντασία της (Papanoutsos) |
    • η μέδουσα πλέει ήσυχη και ανενόχλητη (Potamianos) |
    • poem ήταν μόνο | μάτια νεκρά, κρατήρες που είχαν αναπάψει τη φωτιά | σε στάχτη ανενόχλητη από μνήμη (Decavalles)

[fr MG ← K ἀνενόχλητος, cpd of pref ἀν- & *ἐνοχλητός (: ἐνοχλῶ; cf also K ἐνοχλητέον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go