Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανενόχλητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανενόχλητα [anenóxlita] adv (L)
  • undisturbedly, without being troubled (near-syn ανεμπόδιστα, ελεύθερα):
    • άφησαν το πλήθος να καίει ~ (Ouranis) |
    • η δικτατορία κυβέρνησε ~ με τη γενική ανοχή τον τόπο τέσσερα ολόκληρα χρόνια (Kasimatis) |
    • ούτε στη μια ούτε στην άλλη Eλλάδα η ελευθερία έζησε ~ (Palaiologos)

[der of ανενόχλητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go