Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεντιμότητα [anendimótita] η, (L)
- dishonesty (syn in το ανέντιμο):
- η ~ είναι απαράδεκτη |
- είμαστε όλοι ανεκτικοί .. απέναντι στην ~ (Papanoutsos) |
- ποιον να πιστέψουμε, όταν αλήθεια και αναλήθεια, εντιμότητα και ~, ηθική και ανηθικότητα, κυλινδούνται μ' αυτό τον τρόπο; (Ploritis) |
- είναι αναμφισβήτητη η ~ των ενεργειών της ξένης χώρας κατά τον τελευταίο πόλεμο (Tsirpanlis)
[fr kath ανεντιμότης, der of ανέντιμος2]
- dishonesty (syn in το ανέντιμο):



