Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανενδοιάστως, επίρρ.
-
- Xωρίς ενδοιασμό, χωρίς δισταγμό, ανεπιφύλακτα:
- χαίρων ανενδοιάστως (Διγ. Z 1936).
[μτγν. επίρρ. ανενδοιάστως]
- Xωρίς ενδοιασμό, χωρίς δισταγμό, ανεπιφύλακτα:



