Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμόμετρο το [anemómetro] Ο42 : όργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του ανέμου.
[λόγ. < γαλλ. anémomètre < anémo- = ανεμο- + -mètre = -μετρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμόμετρο [anemómetro] το, (L) meteorol
- wind gauge, anemometer
[fr kath (neol]



