Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμπόδιστα [anembó∂ista] adv = ανέμποδα
- :
- εμπορεύονται ~ μέσα στην τουρκική επικράτεια (Vacalop) |
- μήτε ο στοχασμός μήτε ο λόγος είχαν το δικαίωμα ν' αναπτυχθούν ~ (Panagiotop) |
- οι Iταλοί μπορούσαν να μεταφέρουν ~ κι άλλα στρατεύματα στην Aλβανία (Terzakis) |
- μπορούν ~ τα παιδιά του λαού μας να σπουδάσουν ελεύθερα; (Papanoutsos) |
- η διδαχή των εκκλησιαστικών γραμμάτων γινόταν ~ (Melas) |
- πήρανε την άδεια και μπόρεσαν πια ν' αρχίσουν ~ να ξεφορτώνουν (Petsalis) |
- το εργαστήριο του τεχνικού και η δράση της μηχανής τραβούν ~ το δρόμο τους (Georgoulis) |
- poem η νύχτα | .. φωτίζει ~ ολόκληρο το σπίτι (Ritsos) |
- .. τώρα που 'λειψεν εκείνος, δίχως άλλο | θα σας σκοτώνουν πιο ~ (Homer Il 24.244
- Kaz-Kakr):
- .. όλα τα σπίτια σε μια | να ενωθούν κατοικία, να πηγαίνει | ~ ο ένας τον άλλο να βρει (Stavrou Ar)
[der of MG ανεμπόδιστος]



