Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφορικώς [anaforikós] adv (L) (w. με
- or προς) = αναφορικά:
- ζητήματα του ελληνικού χώρου ~ προς προγραμματισμούς |
- διάβασες τη δήλωση που κάνει ~ με τη συζήτησή μας
[fr kath αναφορικώς ← LMG (Somavera), K ἀναφορικῶς]
- or προς) = αναφορικά:



