Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναφορικώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αναφορικώς [anaforikós] adv (L) (w. με
  • or προς) = αναφορικά:
    • ζητήματα του ελληνικού χώρου ~ προς προγραμματισμούς |
    • διάβασες τη δήλωση που κάνει ~ με τη συζήτησή μας

[fr kath αναφορικώς ← LMG (Somavera), K ἀναφορικῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go