Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναφαίρετος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναφαίρετος -η -ο [anaféretos] Ε5 : που ανήκει σε κπ., έτσι ώστε να μην είναι δυνατό να του αφαιρεθεί: H πολιτιστική παράδοση είναι αναφαίρετο κτήμα κάθε λαού. Aναφαίρετο απόκτημα / δικαίωμα / προνόμιο. || (για έμφαση) απαραίτητος: Ο χώρος κι ο χρόνος είναι βασικά κι αναφαίρετα στοιχεία της συνείδησης. αναφαίρετα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀναφαίρετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναφαίρετος, -η, -ο [anaféretos] (L)
  • untransferable, incommutable, inalienable, immutable:
    • αναφαίρετο αγαθό είναι η αρετή και η ηθική συνείδηση του ανθρώπου |
    • πάνω στην ευτυχία έχει νόμιμο και αναφαίρετο δικαίωμα |
    • αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα |
    • κληρονομιά, ιδιοκτησία αναφαίρετη |
    • η αναφαίρετη ατομικότητα του ανθρώπου |
    • ο μύθος, απόλυτα συνυφασμένος με τη συνείδηση του ανθρώπου αποτελεί αναφαίρετο στοιχείο της (Theodorakop) |
    • αναφαίρετα στοιχεία της χριστιανικής παράδοσης |
    • αναφαίρετο γνώρισμα της Aνατολής είναι ο πλούτος |
    • (τα δύο πεζογραφήματα) έχουν αναφαίρετη θέση στην ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας (Charis) |
    • οι αναφαίρετες κληρονομιές που ο λαός μας κουβαλούσε μέσα του, έγιναν η μούσα του (Stratou) |
    • η πολιτική έχει την αναφαίρετη ικανότητα να τυφλώνει (Panagiotop)

[fr MG ← K (pap, 1st-7th c.) ἀναφαίρετος ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go