Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανατάραγμα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανατάραγμα [anatáraγma] το, (& D ανατάραμα)
  • ① shaking:
    • με σπασμούς κι αναταράγματα .. σύρθηκε ως την πόρτα της κάμαρας (Karagatsis)
  • ② confusion, stirring:
    • μέσα σ' αυτό το ~ (από το θάνατο του συγγραφέα) η κριτική δεν έχει καμιά θέση |
    • το ουσιαστικό ενδιαφέρον μιας ανάγνωσης .. συνίσταται όχι στην ανάπτυξη της επιφανειακής περιπέτειας αλλά στο ~ του βάθους (Chatzinis)
  • ③ stirring up, turmoil, agitation, excitement:
    • ~ της ψυχής |
    • (ο Πλατωνικός μύθος) φτάνει να μας βεβαιώσει για το θεϊκό ~ που συντελείται στο είναι του δημιουργού του (Andronikos)

[fr αναταράσσω; cf ModG τάραγμα & τάραμα ← AG τάραγμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go