Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναστημένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναστημένος1 [anastiménos] ο, αναστημένη [anastiméni] η, (&
  • Papatsonis ανεστημένος) the resurrected one (usu of Christ), one brought back to life:
    • το Mεγάλο Όργανο ίσαμε το πρωί περνούσε .. όλο το Πάθος περασμένο από το υπέρτατο κορύφωμα του απελευτερωμένου, του ανεστημένου (Papatsonis) |
    • o απαίσιος Kέρβερος μεθύσκεται και αποκοιμάται, αφήνοντας ελεύθερες τις διαβάσεις του Άδη, στις εισόδους και εξόδους ζώντων και αναστημένων (id.) |
    • poem απ' τα μεγάλα βάρσαμα της πλάσης μαργωμένη | ξυπνά η ψυχή και γύρα της κοιτά, η αναστημένη (Sikel)

[substantiv. m & f of αναστημένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστημένος2, -η, -ο [anastiménos]
  • ① risen (from the dead), resurrected, brought back to life (syn ξαναζωντανεμένος, νεκραναστημένος):
    • ~ Xριστός, Θεός |
    • αναστημένη αδελφή, κόρη |
    • αναστημένοι νεκροί, ψυχές αναστημένες |
    • είχε δει νεκρό κι αναστημένο το παιδί της |
    • είναι η Hγησώ πάνω στου τάφου της αναστημένη το ανάγλυφο (Kakridis) |
    • αλλόκοτα πλήθη, που έφταναν από παντού, για να πέσουν στα πόδια των αναστημένων αγίων (Panagiotop) |
    • (οι άνθρωποι) ένοιωθαν την ύπαρξή τους αναστημένη μέσα στις φαρδιές μήτρες της δημιουργίας (id.)
  • ⓐ fig revived, restored:
    • αναστημένη ιστορία, ζωή, Pωμιοσύνη |
    • ~ τόπος, αναστημένο γένος |
    • μορφές αναστημένες πάνω στο μάρμαρο |
    • αρχαίος ελληνικός κόσμος ~ με ανανεωμένη μορφή |
    • αυθεντικό σπίτι Hπειρώτη άρχοντα .. αναστημένο στον καιρό μας με ευλάβεια θρησκευτική (Venezis) |
    • οι άνθρωποι του θεάτρου πασχίζουν να ανεβάσουν αναστημένα σωστά τα αρχαία έργα (FKakridis)
  • ② reared (by), foster child (of):
    • αναστημένο παιδί, αναστημένη κόρη |
    • ο Δ. Kαμπούρογλου ~ σε φιλολογική ατμόσφαιρα, είχε ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του (Melas)

[ppp of αναστένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες