Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναστηλωτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναστηλωτής ο [anastilotís] Ο7 θηλ. αναστηλώτρια [anastilótria] Ο27 : αυτός που πραγματοποιεί αναστήλωση.

[λόγ. αναστηλω- (δες αναστηλώνω) -τής· αναστηλω(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναστηλωτής [anastilotís] ο, usu arche.
  • person charged with anastylosis:
    • ο Λορέντζο ο M. είχε διορίσει το Mπερτόλντο συντηρητή και αναστηλωτή των αρχαίων γλυπτικών έργων (Kanellop)

[neol (Koumanoudis), der of K ἀναστηλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go