Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναρχοκομμουνιστής ο [anarxokomunistís] Ο7 θηλ. αναρχοκομμουνίστρια [anarxokomunístria] Ο27 : 1.(σπάν.) οπαδός του κομμουνιστικού αναρχισμού. 2. (παρωχ.) μειωτικός χαρακτηρισμός του κομμουνιστή.
[λόγ. αναρχ(ικός) -ο- + κομμουνιστής· λόγ. αναρχοκομμουνισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρχοκομμουνιστής [anarxokomunistís] ο, (L)
- ① usu pl αναρχοκομμουνιστές οι, undisciplined communists or persons self-labelled as communists but not members of the communist party (according to Marxist theorists)
- ② communists and anarchists allied w. them (during the Spanish civil war of the 1930's)
- ③ ~, believer in communist ideology (in Greek politics)
[neol, cpd of αναρχικός & κομμουνιστής instead of *αναρχικοκομμουνιστής by haplol. of the syll. -ικ-; cf αναρχοσοσιαλιστής bes rare αναρχικοσοσιαλιστής]



