Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αναρχοαυτόνομος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρχοαυτόνομος ο [anarxoaftónomos] Ο20 : αναρχικός που αρνείται την ομαδική δράση και συνεπώς την ένταξή του σε οργάνωση.

[λόγ. αναρχ(ικός) -ο- + αυτόνομος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go