Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναρτημένος, -η, -ο [anartiménos] (& (Thrylos) ανηρτημένος)
- hung (up):
- σε εμφανή μέρη υπάρχουν αναρτημένες μεγάλες επιγραφές |
- υπήρχε ~ πίνακας όπου σημειώνονται οι ναοί, στους οποίους θα γινόταν την Kυριακή λειτουργία (Palaiologos) |
- πινακίδες ανηρτημένες στους διαδρόμους ειδοποιούν για το σερβίρισμα των φαγητών (Thrylos, adapted) |
- ο μηχανοποιός χρησιμοποίησε ένα κυρτό ξύλο αναρτημένο στη μηχανή με δυο σκοινιά που χρησίμευαν να κρατιέται ο ηθοποιός (FKakridis) |
- το κάντρο .. βρίσκεται αναρτημένο στην κρεβατοκάμερά του (Athanasiadis-N) |
- κοιτάζουν χωρίς χαρά μια δημοκρατική σημαία αναρτημένη στο κοινοτικό ίδρυμα (Ouranis) |
- έβλεπε τις φωτογραφίες του αναρτημένες σαν σημαίες στους τοίχους (Koumantareas)
[ppp of αναρτώ]
- hung (up):



