Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναρρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναρρώνω [anaróno] Ρ αόρ. ανάρρωσα και ανέρρωσα, απαρέμφ. αναρρώσει : βρίσκομαι σε ανάρρωση: Aναρρώνει ο ασθενής / η άρρωστη. || (μτφ.): Aναρρώνει η οικονομία μιας χώρας.

[λόγ. < ελνστ. ἀναρρ(ώννυμι) μεταπλ. -ώνω για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σχ.: στρώννυμι > στρωννύω > στρώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναρρώνω [anaróno] ipf ανάρρωνα, aor ανάρρωσα & ανέρρωσα (subj αναρρώσω) (L)
  • recuperate, recover, convalesce (syn in αναρρωνύω 1):
    • ~ από αρρώστια, κατάθλιψη κλ |
    • ο ασθενής ανάρρωσε, έχει αναρρώσει τελείως |
    • μόλις ανέρρωσε has only just recovered |
    • ο Mέγας Aλέξανδρος ανάρρωσε από βαριά αρρώστια (Vrettakos) |
    • είχαν συμφωνήσει με τη Pωξάνη να φύγουν μόλις αναρρώσει (TDoxas) |
    • να μείνεις στο χωριό, ώσπου ν' αναρρώσεις και να κερδίσεις το βάρος που 'χασες (Tachtsis, adapted) |
    • ψυχικά άρρωστος και χωρίς αδέρφια έρχεται για ν' αναρρώσει και να θεραπεύσει τη νευρασθένειά του στην εξοχή (Sachinis)

[fr K, PatrG ἀναρρώννυμι on the basis of subjunctive αναρρώσω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες