Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόδεικτο [anapó∂ikto] το, (L)
- sth unproved or unprovable:
- στα αυταπόδεικτα και αναπόδεικτα .. στηρίζεται όλη η οικοδομή και αυτά αποτελούν την απαραίτητη αρχική πίστη (Tatakis) |
- ο μόνος περιορισμός στην ορθολογιστική στάση του Aριστοτέλη είναι ότι η απόδειξη αφετηρία της στο βάθος πρέπει να έχει τα πρώτα που είναι πρώτα, διότι είναι αυταπόδεικτα και αναπόδεικτα (id.)
[substantiv. n of αναπόδεικτος]
- sth unproved or unprovable:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναπόδεικτος -η -ο [anapóδiktos] Ε5 : που δεν τον έχουν αποδείξει. ANT αποδειγμένος: ~ ισχυρισμός. Aναπόδεικτη ενοχή / κατηγορία. Aναπόδεικτο θεώρημα.
αναπόδεικτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀναπόδεικτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναπόδεικτος, -η, -ο [anapó∂iktos] (& αναπόδειχτος) (L)
- unprovable or unproved, undemonstrable or undemonstrated, unsubstantiated (ant αποδειγμένος, L αποδεδειγμένος):
- αναπόδεικτη υπόθεση unprovable assumption |
- αναπόδεικτες δοξασίες |
- αναπόδεικτη σκέψη |
- αναπόδειχτη μαρτυρία, αναπόδειχτος ισχυρισμός, αναπόδεικτη γνώμη |
- αναπόδεικτο θεώρημα |
- κάτι το αναπόδεικτο |
- αρχική αναπόδεικτη και συμβατική θέση |
- αναπόδεικτη ενοχή, κατηγορία unsubstantiated charge |
- μια καταγγελία αντικειμενικά αναπόδειχτη |
- η υποψία είναι δικαιολογημένη αλλά αναπόδειχτη |
- αναπόδεικτη αιωνιότητα της συνείδησης |
- κάθε πίστη είναι το ίδιο αναπόδειχτη (Roufos) |
- οι θεοί είναι αναπόδεικτοι (Athanasiadis-N) |
- αυταπόδεικτα και αναπόδεικτα είναι τα πρώτα στοιχεία (Tatakis)
[fr AG, K ἀναπόδεικτος, cpd of ἀν- & ἀποδεικτός (attested in Aristotle)]
- unprovable or unproved, undemonstrable or undemonstrated, unsubstantiated (ant αποδειγμένος, L αποδεδειγμένος):



